- θυγατριδῆ
- θυγατριδῆdaughter's daughterfem nom/voc sg (attic epic ionic)θυγατριδοῦςdaughter's sonmasc voc sg (doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θυγατριδή — θυγατριδῆ, ἡ (Α) η κόρη τής θυγατέρας, η εγγονή από θυγατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. θυγατρ ιδῆ < θ. θυγατρ τού θυγάτηρ (πρβλ. γεν. θυγατρ ός, δοτ. θυγατρ ί) + κατάλ. ιδῆ (< ιδ εή με συναίρεση), δηλωτική τού απογόνου (πρβλ. αδελφ ιδή)] … Dictionary of Greek
θυγατριδῇ — θυγατριδῆ daughter s daughter fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυγατριδᾶς — θυγατριδῆ daughter s daughter fem acc pl (attic doric) θυγατριδῆ daughter s daughter fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυγατριδαῖ — θυγατριδῆ daughter s daughter fem nom/voc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυγατριδῆν — θυγατριδῆ daughter s daughter fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυγατριδῆς — θυγατριδῆ daughter s daughter fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυγατριδέαι — θυγατριδῆ daughter s daughter fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυγατέρα — και δυχατέρα, ἡ (ΑΜ θυγάτηρ, ατρός, Μ και θυγατέρα) 1. το θηλυκό τέκνο, η κόρη 2. νέο κορίτσι, κοπέλα («νέοι και θυγατέρες», Τζάν.) 3. μτφ. οτιδήποτε έχει γεννηθεί ή προέρχεται από κάπου, το επακόλουθο 4. μτφ. πνευματικό παιδί νεοελλ. μτφ. για… … Dictionary of Greek
θυγατερεΐς — θυγατερεΐς, ἡ (Α) επιγρ. η θυγατέρα τής κόρης, η εγγονή από κόρη, αλλ. θυγατριδή*. [ΕΤΥΜΟΛ. θυγατερ εΐς< θ. θυγατέρ τού θυγάτηρ (πρβλ. αιτ. θυγατέρα) + κατάλ. εΐς, δηλωτική τού απογόνου (πρβλ. Νηρ εΐς)] … Dictionary of Greek